η Οίτη

Τα πρώτα πρώτα χιόνια του χειμώνα βρήκαν τη μικρή κυρία πανέτοιμη.
Η Οίτη προβάρει τα λευκά της φορέματα με χάρη και απίστευτη ηρεμία

Ξέρει πόσο της πάνε, πόσο όμορφη είναι

Είναι το βουνό που γράφτηκε το γήινο τέλος του ημίθεου Ηρακλή. Βρέθηκε στους πρόποδές της μισοπεθαμένος.
Φόρεσε τον χιτώνα που είχε δηλητηριάσει η γυναίκα του Δηιάνειρα και αργοπέθαινε.

Ο γιος του, ο Ύλος, τον μεταφέρει ψηλά κι εκεί σε μια κορυφή στήνει την πυρά που θα σήμανε το τέλος του ήρωα.
Τότε τους τύλιξε πυκνό σύννεφο και ο Δίας, με τρόπο μαγικό πήρε τον Ηρακλή κοντά του στον Όλυμπο κάνοντάς τον αθάνατο.

Η Οίτη βρίσκεται στη μέση της χώρας και κάποιοι την ονομάζουν το βουνό των λουλουδιών επειδή την άνοιξη τα λιβάδια που τώρα είναι χιονισμένα βάφονται πολύχρωμα.

Βγάζει μια ηρεμία αυτό το βουνό, σα να ξαπλώνει να το χαϊδέψεις.

Ομορφιές του χειμώνα που μόλις γεννήθηκε.

δάσος Στροφυλιάς

Σε κείνο το μέρος τα πεύκα είναι ομπρέλες προστάτες σπάνιας, μοναδικής ζωής και τους αρέσει η άμμος

Τα σύννεφα φυλακίζονται σε νερό φυλακή παλιών ποταμών λες και θέλουν να μείνουν

Η Γη γουργουρίζει ασταμάτητα και κινείται ρυθμικά

Και η Θάλασσα εκεί δίπλα ελέγχει την ισορροπία και δίνει τον ρυθμό

αετοφωλιά

Πάνω απ το επιβλητικό φαράγγι του Βίκου με θέα το απέραντο είναι χτισμένο το μοναστήρι φρούριο της αγίας Παρασκευής

μονοπάτι σηματοδοτημένο από άλλη δύναμη οδηγεί σε σπηλιές καταφύγια κυνηγημένων ψυχών

ασκητές έζησαν όλη τους τη ζωή εκεί και βρέθηκαν τόσο κοντά στο θεό όσο κανείς

κάτω από την σκέπη των απειλητικών βράχων με το φαράγγι στα πόδια της να βυθίζεται
η αετοφωλιά που φιλοξένησε τις αγωνίες και τους αγώνες ελεύθερων ψυχών κρέμεται στο άπειρο

και μέχρι να τα δω αυτά άρχισε να χιονίζει
κι ήρθε εκείνη η παράξενη σιωπή της νιφάδας
αυτής που πέφτει χορεύοντας και κάνει τον τόπο εντελώς εξωπραγματικό

νερό μάνα

Από μια τρύπα όση μια αγκαλιά, στο βάθος ενός από τα πιο παράξενα φαράγγια του κόσμου, πηγάζει ο Βοϊδομάτης

μικρός, ατίθασος, κρυσταλλένιος ποταμός
νευρικός και παγωμένος κόβει στη μέση βουνά, ενώνει ανθρώπους, θρέφει τη γη και όσα πλάσματα ζουν κοντά του

βασανίζει και βασανίζεται
σκοτώνει και ανασταίνει την ίδια στιγμή
αλλάζει σχήμα και αλλάζει την πλάση μέσα σε μια νύχτα βροχής

ο πιο καθαρός, ο πιο παγωμένος μικρός ποταμός
νερό μάνα σημαίνει το όνομά του
έκανε δώρο ο θεός στην Ήπειρο ένα διαμαντάκι ζωής απ αυτά που λαμπυρίζουν στον ήλιο σαν στολίδια

αγραφιώτης

ποταμός κόκκινος
ανήκει ολοκληρωτικά στην Ευρυτανία

ανήσυχος, απότομος, άγριος
σαν τα βουνά που του κάνουν παρέα αιώνες τώρα

τα κόβει στα δύο
ενώνεται με άλλα νερά, δυναμώνει, κατεβαίνει με φόρα από ψηλά, στρίβει απότομα και κόβει τα βουνά του πάλι, πιο πολύ

ζωγραφίζει η φύση χρώματα πλάι του
γιορτάζει η ζωή εκεί σε κείνο το μέρος

ποταμός κόκκινος
όργιο αισθήσεων

τη σωστή στιγμή

μικρό, ατίθασο βουνό κομένο φέτες από νερά που τρέχουν μέσα του, απ έξω του, από πάνω του, παντού
ήρεμο τοπίο άγριας ομορφιάς

γαλήνη κι αντάρα
το φθινόπωρο μένει εκεί για λίγο
κάποιες φορές βρίσκεσαι σ έναν τόπο και ξέρεις πως είναι ο σωστός
τη σωστή στιγμή

στη Σαμοθράκη

Μια καταιγίδα ήρθε και στάθηκε πάνω απ το βουνό κι εκείνο βούτηξε τις κορυφές του μέσα της
Αναποφάσιστη σιγοκουνιόταν ψάχνοντας τόπο να χυθεί, να λυτρωθεί

Γεννάει ζωή και πάντα παίρνει λίγη μαζί της φεύγοντας
Ν αφήσει χώρο για την καινούρια
Να πεθάνει για να αναστηθεί ξανά και ξανά

Νερό κι αέρας ενώνονται κάθε τόσο σε κείνον τον τόπο και σαν συννενοημένοι από πάντα ξεσηκώνουν ορατά κι αόρατα
Παρασύρουν χώμα, πέτρα, δέντρα, ψυχές και τραγουδώντας αλλάζει όψη το ρέμα, αλλάζει χρώμα, διάθεση

Ιερά δεσμά αιώνια σ έναν τόπο τόσο παράξενο όσο και η ιστορία του
Σε μια γη τόσο όμορφη, περίπλοκη, μυστήρια

Κρυμένοι θησαυροί λαμπυρίζουν χωμένοι στο χώμα
Παιχνίδια παλιών Θεών απ όταν γεννιόταν η Ζωή περιμένουν υπομονετικά το χέρι που θα τρέμει όταν τ αγγίξει, το χάδι του Ήλιου που θα τα κάνει να λάμψουν Φως

Σε κείνο το βουνό που θέλει να το φωνάζουν νησί επειδή η θάλασσα το τύλιξε κάποτε από ζήλια τρελή ερωτιάρικη
Σε αυτό το νησί που κουβαλά ένα βουνό σε ταξίδι στον χρόνο και εμάς μικροσκοπικούς παρατηρητές στο θαύμα

η Δάφνη

Μεγαλόπρεπος ποταμός, κυλάει με ηρεμία τον τεράστιο όγκο του και γίνεται ασημένιος από τον ήλιο όταν δεν τον καλύπτουν τεράστια κλαδιά που σκύβουν πάνω του να καθρεφτιστούν στα νερά του
Σιωπηλός, επιβλητικός, δυνατός, γεμάτος μυστικά και ιστορίες

Ο ποτάμιος θεός Πηνειός ήταν γιος του Ωκεανού και πατέρας όλων των Νυμφών της Θεσσαλίας
Μία από τις κόρες του, την όμορφη Δάφνη, είδε και θαμπώθηκε ο θεός Απόλλωνας..
Ήθελε να την κάνει δικιά του
Την ερωτεύτηκε πολύ

Εκείνη δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του
Τον φοβόταν τον όμορφο Θεό, πέθαινε από τρόμο όταν την πλησίαζε
Έτσι νύχτα με το φεγγάρι αγκαλιά έτρεξε στο βουνό να ξεφύγει
Μερόνυχτα έτρεχε σαν τρελή κι εκείνος μερόνυχτα την έψαχνε παντού
Λίγο πριν την πιάσει έκλαιγε σπαρακτικά και παρακαλούσε τον πατέρα της να την γλυτώσει
Σαν από μανία φωτιάς κυνηγημένη έπεσε μέσα του και ούρλιαζε με όλη της την ψυχή για λύτρωση

Σάλεψε δυνατά ο ποτάμιος Θεός
Κύματα ενώθηκαν με τα σύννεφα, ένιωσε ανύμπορος για πρώτη φορά
Ο τρελός από έρωτα Θεός τύλιγε την μικρή του και ο πανικός πήρε χρώμα μέσα στον αργοκίνητο βασιλιά
Με μια κίνηση άνοιξε διάπλατα την γη και χωρίς δισταγμό κατάπιε την όμορφη μεταμορφώνοντάς την σε δέντρο
Ρίζες έγιναν τα πόδια της, τα χέρια της κλαδιά, ανάσαινε πια από τα φύλλα της κι έτσι έγινε η δάφνη..

Έκλαψε απαρηγόρητος ο Απόλλωνας αγκαλιάζοντάς την
Έκοψε ένα κλαδί, το έκανε στεφάνι και το φόρεσε κάνοντάς την το ιερό φυτό του
Από τότε η Δάφνη  ρίζωσε στις όχθες του πατέρα ποταμού μένοντας για πάντα κοντά του  να τον  αρωματίζει με τα φύλλα της και να του λέει τραγούδια μυστικά