το Ιερό των Μεγάλων θεών

Η ησυχία του τόπου είναι τρομακτική
το μονοπάτι που οδηγεί στο Ιερό είναι τόσο παλιό που μυρίζει χώμα αιώνιο
το Ιερό των Μεγάλων Θεών πνίγεται στα δέντρα που το κάνουν να μοιάζει πραγματικό άσυλο

Οι Κάβειροι λατρεύτηκαν εδώ
Θεότητες, δαίμονες, γιοι του Ήφαιστου και της Καβειρούς

Κάποτε ο Εύξεινος Πόντος ξεχείλισε και από τα νερά που έτρεξαν με μανία κατακλύστηκε η Σαμοθράκη.
Από τον κατακλυσμό σώθηκαν μόνο αυτοί οι Θεοί που κατέφυγαν στη κορυφή του Σάος
Από αυτούς προήλθαν τα Καβείρια Μυστήρια, οι τελετουργίες για τη μύηση στη μυστική θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων

Κανείς δεν είναι σίγουρος ούτε για το πόσοι ούτε για το ποιοι ήταν αφού κανείς δεν τους προσφωνούσε με τα ονόματά τους αλλά σαν Θεούς.. Μέγα Πνεύμα.. μεγάλη Ψυχή του Κόσμου..
Μόνοι όσοι μυήθηκαν γνώριζαν αλλά αυτοί ορκίστηκαν αιώνια Σιωπή

Λατρεύοταν με μυστήρια που γίνοταν νύχτες σε τόπους μυστικούς
μέσα από δραματικές τελετές που ιερείς, ψιθυρίζοντας λέξεις ακατάληπτες, αναλάμβαναν να μυήσουν όποιον ήθελε αφού πρώτα περνούσε από το στάδιο της εξομολόγησης.. της ψυχικής κάθαρσης..

Οι φωτιές έσβηναν σε όλο το νησί πριν την τελετή και έφερναν νέα φλόγα από τη Δήλο
Πάνω σε θρόνο και τους ήδη μυημένους να χορεύουν γύρω του στο φως των δαδιών και των λυχναριών, βήμα βήμα ο πιστός έφτανε στο άβατο του Ιερού.. εκεί που για αιώνες απαγορεύοταν να πλησιάσει αμύητος
εκεί που όποιος είχε δει αυτό το θέαμα γνώριζε το τέλος της ζωής, την θεία Πηγή

Η Αρχή στα μυστήρια των Μεγάλων Θεών ήταν η σκέψη να δοθεί προστασία από τους κινδύνους σε όποιον την χρειάζεται.. άσχετα από φύλο, κοινωνική τάξη ή ηλικία..
ασφάλεια στην άλλη ζωή
προφύλαξη από θύελλες και καταιγίδες της θάλασσας..

Στο Ιερό των Μεγάλων Θεών οι αιώνες περνούν αλλά ο τόπος εξακολουθεί να εμπνέει
μπορεί οι Μεγάλοι θεοί να μην έφυγαν ποτέ από κεί και να κρύβονται κάπου ψηλά στο βουνό τους
μπορεί να παίζουν με τον αέρα και τα σύννεφα και να χαμογελούν με όσους προσπαθούν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους

ελευθερία

τα μάγουλά του ήταν κόκκινα.. συναγωνίζοταν τα χείλια του.. ποιο θα πετύχει το τέλειο κόκκινο..
άκουγα την ανάσα του κοφτή και παρακολουθούσα τα συννεφάκια που σχημάτιζε όποτε συναντούσε τον δροσερό αέρα

κρατούσε ένα ξύλο και είχε τις τσέπες του γεμάτες βελανίδια
τα μάτια του έλαμπαν σα να ταν δακρυσμένα και έτρεχαν ακούραστα στην πλαγιά ψάχνοντας για τη νεράιδα της γης που κρύβεται λέει στο πιο γέρικο δέντρο κάθε βουνού

ξέρω πως λέγεται αυτό που νιώθω.. είπε ξαφνικά κοιτώντας με χαμογελαστός
ελευθερία το λένε, φώναξε και άρχισε να τρέχει σαν τρελός την κατηφόρα σκορπίζοντας βελανίδια εδώ κι εκεί

χρυσός

μπορεί όλοι που αγαπάς να λένε σταμάτα
και όλα που κοιτάζεις να δείχνουν μην

να ξεφυτρώνουν εμπόδια και να φωνάζουν πως δεν μπορείς
να κλείνει ο ουρανός και να μη δείχνει το φως του μερικές φορές

κι εσύ να βλέπεις τον δρόμο μπροστά ορθάνοιχτο
είναι χρυσός και οδηγεί στη γαλήνη
είναι γεμάτος με όσα διψάς να καταλάβεις και καλεί σε ταξίδι στην άκρη της γης

πόλεμος

έλεγε πως στη φύση γίνεται πόλεμος
ασταμάτητα
κάθε στιγμή τα στοιχειά της φύσης παλεύουν μεταξύ τους και πως αν κοιτάξω πολύ καλά θα το δω να συμβαίνει

έλεγε πως είναι πόλεμος χωρίς αρχή και τέλος αυτός και πως δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι

πως οι δυνάμεις συγκρούονται δυνατά κι έτσι φέρνουν την ισορροπία
πως παλεύουν τόσο αρμονικά όπως μόνο ο θεός θα μπορούσε να σκεφτεί

έλεγε πως κάθε τι που συμβαίνει, συμβαίνει για καλό και μου έμαθε πως μπορώ αν θέλω

ξέφυγε

δάσος μέσα στο δάσος
αλλιώτικο
να ξεχωρίζει από πέρα μακριά

να είναι τόσο ήσυχο που να γίνεται ουρλιαχτό η ανάσα
τόσο σιωπηλό σαν εκείνη τη σιωπή που χωράει τις καταιγίδες όλου του κόσμου
από κορμό σε κορμό να πετάει η σκέψη, να γαντζώνεται στα κλαδιά, να φέρνει κύκλους τρέχοντας σαν κυνηγημένη
σα να σε βαρέθηκε και τρέχει να ξεφύγει
και να τα καταφέρνει.. κάθε φορά

θηρίο

ο πρώτος πρώτος ήλιος έστειλε φως πονηρό, απ αυτό που τρυπώνει παντού

ενόχλησε τα τεμπέλικα σύννεφα που έμεναν μέρες ξαπλωμένα πάνω στο μεγάλο μυστικό κι εκείνα έγιναν θηρίο

νικημένο το συννεφένιο πλάσμα τεντώθηκε, έγειρε απότομα
ακούμπησε τα χείλια του στο πιο λευκό σημείο του ουρανού

και ρούφηξε το πουπουλένιο σκέπασμα λίγο λίγο

όταν έφυγε, ο νικητής πρώτος πρώτος ήλιος έβαψε κόκκινα χρώματα

δε φαντάζεσαι

ούτε που μπορείς να φανταστείς πώς είναι ο τόπος όταν τον καλύψει το χιόνι..
αλλάζει όλος.. γίνεται άλλος..εντελώς
και μη πιστέψεις πως το ολόλευκο, τόσο όμορφο χιόνι είναι για να στολίζει το δάσος..
καθόλου αθώο και καθόλου αδύναμο..
γίνεται όλο ένα λίγο λίγο μαζεύεται, παγώνει και γίνεται όγκος τεράστιος που τίποτα στο κόσμο δεν αντέχει το βάρος του
πέφτει από ψηλά και κατρακυλάει με τόση ορμή που παρασύρει τα πάντα
όλα όσα ξέραμε, όσα νομίζαμε πως θα είναι για πάντα εκεί ή για πάντα έτσι
κανένας βράχος δεν το σηκώνει
κανείς θεός δεν το σταματά
μπορεί να αλλάξει ένα ολόκληρο δάσος..

ούτε που φαντάζεσαι τη δύναμή του