μια μέρα παραπάνω

Ούτε μια λέξη να μην πάει χαμένη
κι αν δεν περισσεύει να μη βγει

Ούτε ένα σ αγαπάω να μην είναι περίπου
κι αν δεν φτάνει τότε να μη γεννηθεί

Τίποτα μισό, τίποτα δήθεν
Να είναι ζωντανό, δυνατό
αργά να τρέξει, δημιουργικά
να το νιώσουμε στιγμή στιγμή

Μια μέρα δώρο μας δίνει το 8
είναι μέρα γιορτή
γιορτή να είναι ολόκληρο!

μία ώρα

το νερό κοιμάται μια ώρα κάθε μέρα
όπου κι αν βρίσκεται
σε ποτάμι, σε ρυάκι ακόμα και σε όλες τις λίμνες μπορεί

δεν πρέπει να το ενοχλήσουμε όταν κοιμάται..
να μην πιούμε όταν αναπαύεται..
αγανακτεί, θυμώνει και μπορεί να πάρει το νου όποιου το πειράξει εκείνη την ώρα

αν τρομάξει τότε το στοιχειό του θα χτυπήσει δυνατά
αν θυμώσει θα δηλητηριάσει ό,τι το αγγίξει

να το ξυπνάμε πρέπει πρώτα απαλά με το χέρι
τότε θα μας αφήνει

το λένε παράδεισο

το λένε παράδεισο
και ζουν πλάσματα αλλόκοτα εκεί
όχι κακά
ούτε καλά
απλά αλλόκοτα

λένε λόγια συνέχεια
τραγούδια μπορεί να ναι
με λέξεις ή και όχι
πάντως είναι όσα ήξερες αλλά δεν τολμούσες ούτε να σκεφτείς
ξετρυπώνουν τα πιο μεγάλα θέλω και παίζουν κορόιδο πηδώντας από βράχο σε βράχο

αν μείνεις εκεί κοντά πολύ
αν παίξεις μαζί τους
θα γίνεις παράξενος κι εσύ
όχι κακός
ούτε καλός
απλά παράξενος
και τότε κανένα άλλο πλάσμα δε θα μπορεί να σε δει κλαις
μόνο αυτά τα αλλόκοτα

φοβάσαι λίγο?

το σταχτί βουνό έμοιαζε έτοιμο να διαλυθεί
δύσκολα να φανταστεί κανείς από ψηλά ότι υπάρχει τόση ζωή μέσα του
πλησιάζοντας ακουγόταν ο ήχος του νερού και σα να μαλάκωνε η σκληρότητα του τόπου

ένα αυθάδικο, ατρόμητο ποτάμι το έσκιζε στη μέση σχηματίζοντας μικρές λιμνούλες εδώ κι εκεί
Eίχε δέσει ένα λευκό μαντήλι στο κεφάλι του και ένα γκρίζο φτερό ήταν στερεωμένο στο πίσω μέρος
Εδώ δίπλα στο ποτάμι μπορείς να πεις ότι θέλεις.. είπε
το ποτάμι παίρνει τα λόγια σου και τα πάει..
τίποτα δε μένει..

φοβάσαι λίγο? ρώτησε και σηκώνοντας τα χέρια ψηλά ψαχούλεψε στα τυφλά
έβγαλε το γκρίζο φτερό που ήταν χωμένο στο μαντήλι του και μου το έδωσε
Είναι γερακιού, είπε
το βρήκα έξω από τη σπηλιά.. να πάρτο.. είναι σπάνιο..

Το πήρα χωρίς να πω ευχαριστώ.. πνίγηκε σε κείνο τον κόμπο στο λαιμό μου
Έκρυψα το γκρίζο φτερό μαζί με τις διάφανες πέτρες μου και τα κράτησα όλα σαν το πιο πολύτιμο που έχω

χωμένη στο πουθενά του κόσμου
μέσα στο σταχτί βουνό που ήταν έτοιμο να διαλυθεί
δίπλα σε ένα μοναχικό ποτάμι
ο πιο τρομακτικός άνθρωπος που ξέρω μου έκανε δώρο την εμπιστοσύνη
αυτήν ένιωσα και την έβαλα μαζί με το γκρίζο φτερό, παρέα με τις λαμπερές πέτρες μου κρατώντας τα όλα σαν το πιο πολύτιμο που έχω

φύλακες

δέντρα φύλακες κρυμένου ανεκτίμητου θησαυρού

σαλεμένοι, θεόρατοι γίγαντες
γέρικοι, σοφοί, επιβλητικοί άρχοντες

παρακολουθούν κάθε κίνηση σηκώνοντας το φρύδι
μουρμουρίζουν λόγια το να στ άλλο και μετά στο πιο πέρα και το μυστικό κάνει κύκλους γύρω σου..

ουρλιάζουν, τραγουδούν δεήσεις σε άγνωστους θεούς
γίνονται φωλιές, καταφύγια κυνηγημένων μαγισσών

μάχες αόρατων δυνάμεων
μοιάζουν βασανισμένα, πονεμένα, πολύ δυνατά
σα να πάλευαν με το νερό, τον αέρα, τους δαίμονες που κοιμούνται τη μέρα

παράξενα σχήματα, περιέργα σχέδια άγρια καμωμένα
σκαρφαλώνουν, μπλέκονται, ενώνονται αιώνια

πόλεμος ειρήνης στο φονιά

χαμένο

Χαμένο στο δάσος
προφυλαγμένο μέσα στην ίδια φύση που το γέννησε
προστατευμένο

Αγνό και δυνατό όσο τίποτε
κατοικία ξωτικών και νεράιδων
Κυλάει παίρνοντας τις στιγμές μου

μοιάζουμε

null

Ηρεμία, γαλήνη
νομίζεις ανήκεις εκεί
σαν η σκιά στο βράχο υπάρχει μόνο για σένα
να κρυφτείς εκεί να ησυχάσεις

Εμπόδια
κλείνουν το δρόμο .. νομίζεις
φίλοι του είναι
το δυναμώνουν μόνο

Ρέει με δύναμη, ήπια
ακούς πιο πολύ
κλείνεις τα μάτια για να το νιώσεις
νομίζεις είναι ήσυχο, ακίνδυνο..

μέχρι να πάρει φόρα
να ασπρίσει, να αφρίσει, να γίνει θηρίο, να ορμήσει

να πέσει με δύναμη από ψηλά
χωρίς σταματημό, χωρίς όρια
να τα σαρώσει όλα
όσα πρέπει και όσα όχι
όσα διώχνεις και όσα φυλάς γερά
όσα μυστικά έθαψες και όσα νόμιζες πέθαναν