Τον κοιτάζαμε να σκάβει τα βότσαλα στην τεράστια παραλία λίγο πιο πέρα από κει που φτάνει το κύμα και περιμέναμε να δούμε τι θέλει να βρει.
Έσκαψε ένα λάκκο και κάποια στιγμή σταμάτησε κοιτώντας τον ικανοποιημένος.
Περνούσε ένα παιδί δίπλα του και σταμάτησε να δει γεμάτο περιέργεια.
Σκύψε, πιές, γέμισε και το παγούρι σου, του είπε
Είναι νερό απ το βουνό απάνω. Το πιο καθαρό, το πιο παγωμένο.
Τα Λευκά Όρη γεννούν νερό που αρνείται να ενωθεί με της θάλασσας και γίνεται δώρο ζωής σε αυτόν τον απομομωμένο τόπο που δεν έχει τίποτα και τα έχει όλα.
Tag Archives: γεφυρι
το φαράγγι της Αράδαινας
Απ τη μικρή Αράδαινα των 2 κατοίκων στο δυτικό άκρο της Ανώπολης και κάτω απ τα Λευκά Όρη ξεκινά το εντυπωσιακό φαράγγι που καταλήγει στο Λιβυκό πέλαγος με μια ανάσα.
Τα τοιχώματά του υψώνονται 138 μέτρα ψηλά.
Περπατάς στην κοίτη, κοιτάζεις ψηλά και μοιάζουν τα δέντρα που κρέμονται από παντού σαν χίλια μάτια.
Στριμώχνεται ο αέρας κάπου στα πιο στενά, ανακατεύεται με τα φύλλα και μοιάζουν τα δέντρα που κρέμονται από παντού σαν χίλιοι ψίθυροι.
Τεράστιες πολύχρωμες σπηλιές είναι φωλιές αμέτρητων πουλιών και μοιάζουν όταν τις πλησιάζεις σαν χίλιοι κόσμοι.
Προχωράς και δεν ξέρεις αν βυθίζεσαι ή αν αναδύεσαι.
Τεράστιοι όγκοι βράχια κλείνουν τον δρόμο σε κάποιο σημείο και μοιάζει ο τόπος σαν να κουβαλά χίλιους θανάτους.
Ώσπου στην τελευταία στροφή, κάπου μετά το τελευταίο γύρισμα του τελευταίου βράχου των Λευκών Ορέων, μυρίζει θάλασσα.
Γίνονται σιγά σιγά όλα μπλε. Τα βράχια, ο αέρας, ο ήλιος, όλοι μας.
Και μοιάζει ο κόσμος όλος Κρήτη
το φαράγγι Πάντα Βρέχει
το γεφύρι της Κόνιτσας
Μονότοξο,πέτρινο γεφύρι της Κόνιτσας στην Ήπειρο.
Χτίστηκε το 1870 από τον πρωτομάστορα Ζιώγα Φρόντζο απ την Πυρσόγιαννη
Γεφυρώνει τον ποταμό Αώο και είναι χτισμένο στο τέλος της χαράδρας του ενώνοντας έτσι τους δύο βράχους του Στομίου.
Κόστισε 120.000 γρόσια που τα περισσότερα ήταν δωρεές ιδιωτών.
Τουλάχιστον 50 μάστορες της πέτρας δούλεψαν για να στηθεί. Άγνωστοι ήρωες, καλλιτέχνες με φαντασία κι ατελείωτη υπομονή.
Όταν τελείωναν τις εργασίες, πριν παραδοθεί το γεφύρι, ο πρωτομάστορας ανέβαινε στο ψηλότερο σημείο του τόξου και κρεμούσε το σιδερένιο καμπανάκι που χτυπούσε δυνατά όταν φυσούσαν ισχυροί άνεμοι.
Κι ένας Αώος πλούσιος να παρακολουθεί ατάραχος σα να ήταν αρκετές οι προσπάθειες των ανθρώπων να τον εξευμενίσουν.
Σα να συμβιβάστηκε με την ιδέα πως δαμάστηκε απ τους ανθρώπους και δέχτηκε το γεφύρι σαν δικό του.
Στην όμορφη Κόνιτσα η ζωη κυλά ήρεμη όσο δεν ακούγεται το καμπανάκι του γεφυριού της.
Ψηλά η Τύμφη μισοχιονισμένη, καμαρώνει κι αυτή