φάρος Δουκάτο Λευκάδας

Ηλιοβασίλεμα στο νοτιότερο μέρος του νησιού

κάτω απ τον φάρο

πάνω απ τα λευκά βράχια που για κάποιο παράξενο λόγο μιλούσαν για θάνατο.
σιγοψιθύριζαν ιστορίες για αυτοκτονίες όμορφων γυναικών, όλες από έρωτα
θεών και ανθρώπων

έπαιζαν τα σύννεφα και κάτι σα να ζωγράφιζαν

και μια ησυχία ταξιδιάρα να συμπληρώνει
να μας συμπληρώνει
γιατί πότε δεν λέγονται όλα

λευκάδα

εκείνη τη μέρα η θάλασσα με το πιο παράξενο μπλε του κόσμου και ένας αέρας που ξύπνησε με όρεξη για παιχνίδια ενώθηκαν με θόρυβο

νόμιζαν πως είναι μόνοι τους και κρυμμένοι από μάτια, χαμένοι σε μια άκρη του νησιού άφηναν μόνο τον ήλιο να ζωγραφίζει σκιές

έτρεχε ο αέρας πάνω της και εκείνη ανατρίχιαζε κάθε φορά

έσπαγε με δύναμη κάθε κύμα της και αυτός έφτιαχνε μικρές δίνες που έφταναν ψηλά στον ουρανό

ατελείωτο, βίαιο παιχνίδι που κόβει την ανάσα και αδειάζει το μυαλό σαν έρωτας ανθρώπων αγνών
εκείνη τη μέρα σ ερωτεύτηκα ξανά απ την αρχή

χρυσός

μπορεί όλοι που αγαπάς να λένε σταμάτα
και όλα που κοιτάζεις να δείχνουν μην

να ξεφυτρώνουν εμπόδια και να φωνάζουν πως δεν μπορείς
να κλείνει ο ουρανός και να μη δείχνει το φως του μερικές φορές

κι εσύ να βλέπεις τον δρόμο μπροστά ορθάνοιχτο
είναι χρυσός και οδηγεί στη γαλήνη
είναι γεμάτος με όσα διψάς να καταλάβεις και καλεί σε ταξίδι στην άκρη της γης

ήλιε μου

έτσι φανερώνεται ο χρόνος
τον μετράω με τη θάλασσα μαζί

χρωματιστός ουρανός, νερό, γη, πλάσματα
με ένα κουρασμένο χαμόγελό σου

σιωπή η θάλασσα όταν την αγγίζεις

σιωπή όλα ως να ξανάρθεις

φέγγεις και άφαντος
ξεχασμένα χρώματα αφημένα πίσω
υποσχέσεις μωβ
όμορφα όνειρα

μπλε σπηλιές

τεράστια κομμάτια γης λείπουν
άγαρμπα κομμένα από θεού δύναμη

υπόγειος ποταμός έρχεται με απόκοσμη βοή από τα έγκατα
ο εγκέλαδος προσπαθεί να κινηθεί στο κέντρο της γης που είναι φυλακισμένος και κομματιάζει τους βράχους του τόπου με τρομακτικό θόρυβο

σχηματίζονται σπηλιές, απρόσιτες, απλησίαστες
μακριά από ανθρώπου ανάσες
φανερώνονται και κρύβονται όποτε θέλει η θάλασσα

γίνονται κατοικίες θεών και δαιμόνων
λιάζονται τεμπέλικα αγναντεύοντας τη δύση του ήλιου
κουβεντιάζουν σιγανά λόγια μυστήρια

εκεί που συμφωνεί το πράσινο με το γαλάζιο
το χρυσό του ήλιου με το μαύρο της σκιάς του
ο βράχος με το νερό

ιόνιο

τα μπλε όλου του κόσμου ήρθαν κοντά μου με θόρυβο που σκέπαζε κάθε άλλον
μπήκαν μέσα μου, μπερδεύτηκαν με τις φωνές μου και νίκησαν

μιλούσαν λόγια θυμωμένα και λίγο παραπονεμένα, τόσο λυτρωτικά..
κάθε μπλε έλεγε άλλα
και όταν το μπλε κύμα έφτανε στο τέλος, γινόταν αρχή μουρμουρίζοντας λόγια θάρρους στο επόμενο
κάλεσμα χωρίς τελειωμό

τα μπλε όλου του κόσμου μου έκαναν τη χάρη