βροχή

Την έκαιγε ο ήλιος ανελέητα για μέρες
Την ρούφηξε, φωτιά

Και ήρθε το φθινόπωρο να την σώσει
Έφερε την βροχή, τα σύννεφα, να της δώσει υπόσταση

Κατέβηκαν τα σύννεφα, πότιζε η βροχή απαλά σαν ευλογία
Έστεκε το δάσος ακίνητο και σιωπηλό, συγκεντρωμένο

Μια τέτοια σιωπή που και η ομίχλη στεκόταν ακίνητη ν ακούσει
Ήρθε ο μάγος με τα δώρα
Κάποιος να γεννηθεί, κάποιος να πεθάνει

η λίμνη

θα σε βάλω εδώ ψηλά, είπε ο Θεός στην πιο όμορφη λίμνη Του
να παγώνεις, να λιώνεις, να αλλάζεις κάθε λίγο, να έλκεις σα μαγνήτης

χαμένη στο πουθενά να σε λατρέψει η πλάση
να τυφλώνεις από φως
να καις φωτιά, να καίγεσαι